διύλισις

διύλισις
διύλισις
filtering
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διυλίσει — διύλισις filtering fem nom/voc/acc dual (attic epic) διυλίσεϊ , διύλισις filtering fem dat sg (epic) διύλισις filtering fem dat sg (attic ionic) διῡλίσει , διυλίζω strain aor subj act 3rd sg (epic) διῡλίσει , διυλίζω strain fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διύλιση — η (AM διύλισις) ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη νεοελλ. ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα …   Dictionary of Greek

  • ԿՂԿՂՈՒՄՆ — (ղման.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c գ. Կղկղելն, եւ իլն. մղումն. διΰλισις defecatio. Մանաւանդ Կլումն, եւ ընկալումն՝ իբր ծծելով, կամ անցանելով ընդ քամոցն ʼի վայր. κατάποσις deglutitio, absorptio. *Բաղկացաւ եւ գոյացաւ մահկանացուն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”